Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόπρωσις — κόπρωσις, ἡ (Α) [κοπρώ] η λίπανση τής γης, το κόπρισμα … Dictionary of Greek
κόπρωσις — dunging fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)